δεοντολογία — η 1. η θεωρία που υποστηρίζει το πώς πρέπει να γίνει κάτι, σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικής: Ο κουτσομπολίστικος σχολιασμός είναι αντίθετος με τη δημοσιογραφική δεοντολογία. 2. η καθηκοντολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
αντεπιστημονικός — και αντιεπιστημονικός, ή, ό αντίθετος προς τους κανόνες και τις αρχές της επιστήμης, προς την επιστημονική δεοντολογία … Dictionary of Greek
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek
δεοντολογικός — ή, ό Ι. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δεοντολογία II. επίρρ. δεοντολογικώς σύμφωνα με τα διδάγματα τής δεοντολογίας ή από δεοντολογική άποψη … Dictionary of Greek
καθηκοντολογία — η 1. το μέρος τής ηθικής που ασχολείται με τα καθήκοντα τού ανθρώπου 2. το να μιλά κάποιος συνεχώς και κατά κόρον για τα καθήκοντα τού ανθρώπου, ηθικολογία, δεοντολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθῆκον, τος + λογία (< λόγος < λόγος), πρβλ. αερο λογία … Dictionary of Greek
καθομολόγηση — η 1. ανεπιφύλακτη αποδοχή, δόσιμο όρκου 2. φρ. α) «καθομολόγηση πίστεως» υπόσχεση πίστεως β) «καθομολόγηση ιατρού» ο όρκος που δίνεται από πτυχιούχο τής ιατρικής, με τον οποίο αυτός ομολογεί πίστη και αφοσίωση στην ιπποκρατική δεοντολογία γ)… … Dictionary of Greek
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
κομματίζω — 1. βάζω κάποιον σε κόμμα, κάνω κάποιον κομματικό 2. μέσ. κομματίζομαι α) είμαι ή γίνομαι φανατικός οπαδός ενός κόμματος β) (κυρίως για δημόσιο λειτουργό) κρίνω και ενεργώ σύμφωνα με το συμφέρον τού κόμματος στο οποίο ανήκω ενώ η δεοντολογία και… … Dictionary of Greek